jump to navigation

Η ιστορία μιας τυρόπηττας 3 Μαρτίου, 2011

Posted by mariandr in Ανθρώπινα δικαιώματα, Ελλάδα, Ελληνισμός στον Κόσμο, Εντυπώσεις, Θρησκεία, Κείμενα του 2011, Μνήμες του λαού μου.
trackback

Πριν από λίγο έφυγαν απ το λημέρι κι οι τελευταίοι. Είχα καιρό να λημεριάσω με τους φίλους μου .Τσακωθήκαμε , κλάψαμε, γελάσαμε, οργιστήκαμε, βρίσαμε και βριστήκαμε, κουτσομπολέψαμε.. Τα χουμε πει, να μην τα ξαναλέμε. Οι λημεριάζοντες δεν συμφωνούμε όλοι σε όλα. Αλλά , για αυτό ακριβώς και φτιάξαμε το λημέρι. Οι «αρχές του Λημερίου» είναι αυτές που μας ενώνουν. Εν ελευθερία…

Μας άκουσε

για λίγο η πολυκατοικία-συγγνώμη, το βουνό του Απέσσα απέναντι ήθελα να πω- επειδή, τρατάροντας τα μαριαννίσια γλυκά μου (κοινώς, μοιράζοντας τις σοκοφρέτες με το τσουβάλι όσο περιμέναμε να ψηθεί η τυρόπιτα) άνοιξα το στόμα μου να απαντήσω στην ερώτηση: «λοιπόν, τι νέα»; Είπα λοιπόν «αδέλφια , τώρα που η φτώχεια λέγεται «κρίση» και η κατοχή «αξιοποίηση δημόσιας περιουσίας», το νέο είναι ότι πρέπει να κάνουμε αντίσταση». Ε, αυτό ήταν!! Εκανα ξανά τρία τέταρτα για να εξηγήσω τι εννοούσα.

Να πω καταρχάς –να τα θυμηθώ δηλαδή όλα και να σας τα μεταφέρω- τι άκουσα ως αντίδραση στην ..πρόταση που έριξα στο τραπέζι:

–         Δεν πας να δεις την τυρόπιτα καλύτερα αν ρόδισε;

–         Αντίσταση; Πού τη βλέπεις; Ποιοι θα την οργανώσουν; Ποιος; Πού ; Πώς; Μήπως ο πράκτορας ο Μίκης;

–         Ρε αντε από κει. Ο Καραμανλής φταίει και τα πληρώνει ο Γιώργος που πασχίζει να κάνει καμια μεταρρύθμιση, αλλά πού να καταλάβει ο εαυτούλης ο Ελληνας ο καλοπερασακιας που όλο κλαίγεται, αν δεν είχαμε λεφτά θα χαμε βγει στους δρόμους, απλό είναι (παρατήρηση: με το ζόρι του δωσα τυρόπιτα εκείνου, το εξομολογούμαι. Πάλεψα πολύ μέσα μου για να τηρήσω το «αγαπα το φίλο σου με τα ζακόνια π ΄όχει». Γκρ…)

–         Τον κακό σου τον καιρό . Η Ελλάδα ξεπουλιέται. Οι αξίες θάβονται. Ο ελληνικός πολιτισμός πολεμάται , έχουν λυσσάξει οι σιωνιστές.

–         Οι αξίες ξεπουλιούνται, αλλά η τρόϊκα σας φτάιει;  Xρειάζεται προσευχή. Αυτή είναι η καλύτερη αντίσταση ( σ αυτήν έδωσα τυρόπιτα αλλά όχι δεύτερο κομμάτι. Χρύσα μου, και η τρόϊκα μου φταίει χρυσή μου).

–         Αντίσταση, αντίσταση..όπως το λέει η Μαριάννα είναι. Να αντισταθούμε γιατί πήραμε την κατρακύλα.

–         Αν την πήραμε ρε μ.. τότε γιατί να αντισταθούμε;

–         Για να μη σε πει μ..κα αύριο το παιδί σου παλιομα…

Η Κατερίνα , με τη μύτη προς τη μεριά του φούρνου, το ένα μάτι προς τον φίλο του ΓΑΠ και το άλλο προς εμένα πετάχτηκε: «Ε, ας μας πει η αντιστασιακή φίλη μας πώς εννοεί και κείνη την αντίσταση και γω να κοιτάξω κείνη την τυρόπιτα.. αμάν βρε Μαριάννα στους 200 βαθμούς επιμένεις… πιο χαμηλά και περισσότερη ώρα  ήθελε η τυρόπιτα…»

-Α ρε ΓΑΠ μου, ξελιγωμένους απ την πείνα τους κατάντησες τους έλληνες, σκέψου να μην ήμασταν και σκληραγωγημένοι λημεριώτες, του βουνού και του λόγγου..

Της έγνεψα να ρθει στην κουζίνα να με βοηθήσει να μεταφέρουμε «μέσα» τη σπανακόπιτα, το κοτόπουλο , τις σαλάτες και το κρασί ώσπου να «γίνει» η τυρόπιτα. Εν τω μεταξύ στο «μέσα» ήτοι στο σαλονάκι μου, οι άντρηδες είχαν για τα καλά στήσει τρικούβερτη..κουβέντα, ένα μοναδικό κράμα πολιτικοκοινωνικοερωτικοοικονομικής… διαπιστωτικής κουβέντας για «την Ελλάδα»  που μόνο έλληνες μεταξύ 35-50 ξέρουν να κάνουν στον κόσμο όλο, και που, πιστέψτε με,  μόνο οι Ελληνικοί γυναικείοι εγκέφαλοι καταφέρνουν με τη σειρά τους να αποκωδικοποιήσουν τα ..συμπεράσματα από όλη αυτήν την ..ανδρική κουβέντα.

Επιτέλους! Η τυρόπιτα τέλεψε. Το ψήσιμο εννοώ. «Στέγνωσε» κι όσο έπρεπε, την έκοψα σε κομμάτια, το τραπέζι έτοιμο. Οι άντρηδες τα χαν εν τω μεταξύ βρει σε όλα, γιατί μόλις είδαν στην τηλεόραση –που φυσικά ήταν ανοικτή- τη μουρίτσα της Όλγας στο Μέγκα, άρχισαν όλοι μαζί να βρίζουν- η έρμη κι αυτή, για τα φορολογικα έλεγε και στο θέμα αυτό, όλοι οι Ελληνες συμφωνούν ότι πληρώνουν τα μαλλιοκέφαλά τους «ενώ οι 300 μας ρουφάνε το αίμα». Μάλιστα…

Τρώγοντας και πίνοντας και ανταλλάσσοντας ευχές μέσα στην σκληρή κατοχή της χώρας μας , δεν μπόρεσα να μην προσέξω πως, παρά τα όντως επιτυχημένα ανέκδοτα του Σταύρου, το καλαμπούρι του Γιάννη και τα (γνωστά από παντα και αδύνατο να υλοποιηθούν όπως πάντα )«σχεδια για το τελευταίο Σαββατοκύριακο των Αποκριών» της Λίνας,και, εν πάση περιπτώσει, παρά τη γενική ευθυμία που επικρατούσε και στην οποία (για να με παινέψω και λίγο) είχε συμβάλει και το καλλίγευστον των εδεσμάτων ,  ΗΜΑΣΤΑΝ ΟΛΟΙ «ΚΡΑΤΗΜΕΝΟΙ».

Παιδιά, το ξέρετε  αυτό το «κρατημένοι» δεν μπορεί… Δεν έχει καμια σχέση με το reserved (α ρε παιδεία ελληνόφωνη και αγγλική ως το μεδούλι..) που σας έρχεται στο μυαλό. Δεν μεταφράζεται ο «κρατημένος» που είναι ολίγον μελαγχολικός, ολίγον θυμωμένος, ολίγον κουρασμένος, ολίγον αμήχανος,ολίγον αγανακτισμένος, ολίγον απαισιόδοξος, ολίγον φοβισμένος, ολίγον απογοητευμένος, ολίγον εν αμφιβολία ευρισκόμενος, ολίγον να μην του βγαίνουν επιχειρήματα σε τίποτα, ολίγον να θέλει να χορέψει και να μην σηκώνεται, ολίγον ( ε..όχι και να μην του σηκώνεται!! Αυτό δεν το δεχομαι!) , ολίγον να θέλει να πλακώσει τον άλλο στις μπουνιές και να μην τοκάνει, ολίγον  να θέλει να τον φιλήσει και να μην το κάνει, ολίγον να (μην) θέλει ν ακούσει και για αυτό και να (μη) ρωτάει, ολίγον να διστάζει να ολοκληρώνει τη συλλογιστική του, ολίγον να νιώθει ανίκανος να δημιουργήσει ενώ θέλει, ολίγον μ.. να  νιώθει ενώ ξέρει ότι δεν είναι… ¨όλα αυτά τα ολίγον μαζί και συγχρόνως..

Ξέρετε.. «κρατημένοι». Ακρως ελληνική κατάσταση αυτό το «κρατημένοι» που θυμίζει το συγγενολόϊ όταν οι μισοί είναι βάζελοι κι οι άλλοι μισοί Θρύλοι κι ένα ξέμπαρκο χανούμι «κρατημένο» προσπαθεί να πει κάτι για να μην σφαχτούν οι από ώρα «κρατημένοι» βάζελοι κι οι θρύλοι μεταξύ τους… ή όταν οι συγγενείς είναι «κρατημένοι» με τους νέους συμπεθέρους…

Ε , εγώ δεν κρατήθηκα που λέτε στη μικρή μάζωξη που κανα για τους κολλητούς μου και δη λημεριώτες ! Πρώτη φορά! Πρώτη φορά που μου λαχε να ζω φτώχεια και κατοχή στον τόπο μου και πρώτη φορά που μου τυχε ΣΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΣΠΙΤΙ να νιώθω ότι οι καλεσμένοι μου δεν είναι 100% ΞΕΓΝΟΙΑΣΤΟΙ ΕΣΤΩ ΓΙΑ ΛΙΓΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ.

– Αποφάσισα μέσα μου να βάλω λίγη ψυχολογία στους ύπουλους σκοπούς μου: « I need a hero…», στα καλά καθούμενα αρχισα να τραγουδάω διακόπτοντας αγενέστατα το τέταρτο κατά σειρά ανέκδοτο του φιλάρα με το γεμάτο στόμα. Αυτό ήταν! Όλοι ξέσπασαν!

– Α, το ξεχασαμε! Πες μας πώς φαντάζεσαι αυτόν τον γ… τον ήρωα σου! Πες μας  για την αντίσταση που φαγώθηκες, εμείς τη γνώμη μας την είπαμε (στην πραγματικότητα ΟΛΗ τη βραδιά σχοινοβατούσαν  μεταξύ χαράς και έγνοιας για όλα όσα συμβαίνουν στις ζωές μας και γύρω μας, λεπτό δεν σταμάτησε ο προβληματισμός και (παρά) (σ)τις αντεγκλήσεις μεταξύ τους… Η αίσθηση του αδιεξόδου ….

Η αλήθεια είναι, όσο κι αν ακούγομαι αγενέστατη, πως δεν μπορώ να σας πω όλα όσα  τους είπα για τον ήρωα μου και την αντίσταση «όπως τα φαντάζομαι» γιατί πρόκειται για στιγμές μοιρασμένες με το ΔΣ του λημερίου και ..δεν λέγονται όλα. Μπορώ όμως να μοιραστώ μαζί σας, χωρίς να μαι  διόλου ..κρατημένη, την πεποίθηση μου για έναν πολύ συγκεκριμένο ΤΡΟΠΟ αντίστασης μέσα απ τους τόσους.

Ο τρόπος αυτός αντίστασης των Ελλήνων, σχετίζεται με την… τυρόπιτα. Όχι τη δική μου, αν και ..τους το ανέφερα, τους είπα ότι δεν τους τάϊσα τυχαία τυρόπιτα ούτε μόνο λόγω της Τυρινής. Εξήγησα στα φιλαράκια μου πως η προτεινόμενη αντίσταση σχετίζεται με την «ιστορία μιας τυρόπιτας» του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη. Οι λημεριώτες συνεργάτες μου δεν είναι τυχαίοι. Ξερουν πως ο Μωραϊτίδης ήταν ο κολλητός του κυρ Αλέξανδρου του Παπαδιαμάντη. Ο  Σταύρος πέταξε με δύναμη το πηρούνι και κορδώθηκε στην καρέκλα: «ελα ρε, λες για την αγρυπνία αύριο στον Προφήτη Ελισσαίο, εκεί που έψελνε ο Παπαδιαμάντης, σ επιασα, α, καλά, θες να μας πεις να παμε όλοι γιατί με την προσευχή κάνουμε την καλύτερη αντίσταση, έλα , ντάξει, το πιασα, οκ, καταλάβαμε…»

-Όχι ακριβώς. Αλλά, ας κοπιάρω πρώτα αποσπασματα σχετικά με το εκκλησάκι για να μπείτε και σεις στο νόημα. Κοπιάρω από την επιτυχή συρραφή στοιχείων που είχε την καλοσύνη να αναρτήσει για το εκκλησάκι του προφήτη Ελισσαίου ο Στρατής Ανδριώτης στην ιστοσελίδα του. Ας διαβάσουμε για λίγο μαζί:

_ «Το εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, που χρονολογείται στα μέσα του 16ου αιώνα, αποτέλεσε τα χρόνια από το 1885 έως το 1943 «στέκι» λογοτεχνών και λογίων της εποχής. Εκεί εκκλησιάζονταν, εξαιτίας της εμβληματικής μορφής του Παπαδιαμάντη και «εκ περιεργείας», για ν’ ακούσουν τη «φωνή γεμάτη ευλάβεια», ο Παύλος Νιρβάνας, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ο Γεράσιμος Βώκος κ.ά…

Ο Παπαδιαμάντης πέθανε το 1911, αλλά οι αγρυπνίες συνεχίστηκαν από τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, ο οποίος το 1925, τέσσερα χρόνια πριν πεθάνει, πρόλαβε και εξέδωσε την Ακολουθία του Αγίου Ελισσαίου. Απ’ όσα γράφει στον πρόλογο φαίνεται ότι οι αγρυπνίες ξεκίνησαν γύρω στο 1885 και σύντομα άρχισαν να συμμετέχουν ο ίδιος και ο Παπαδιαμάντης. Αγρυπνίες γίνονταν σε όλες τις μεγάλες γιορτές, δεσποτικές και θεομητορικές. Μάλιστα στο διήγημα «Ιστορία μιας τυρόπηττας» ο Μωραϊτίδης γράφει ότι τους οδήγησε για πρώτη φορά στις αγρυπνίες του Αγίου Ελισσαίου «ο Θεοφάνης, ένας ευλαβέστατος χριστιανός, γηγενής Αθηναίος». Αρκετοί λόγιοι και λογοτέχνες δημοσίευσαν σχετικά άρθρα με τις εντυπώσεις τους από επισκέψεις ή συμμετοχές τους στις αγρυπνίες, ίσαμε τα δίσεκτα χρόνια της Κατοχής, που ο ναός αφέθηκε να καταρρεύσει. Αν και ιδιωτικός, αποτελούσε τμήμα της οικίας της μεγάλης οικογένειας των Χωματιανών, ήταν ανοιχτός στο κοινό, μέχρι το καλοκαίρι του 1943, οπότε ο νέος ιδιοκτήτης, φοβούμενος την απαλλοτρίωση του οικοπέδου του, ξήλωσε την οροφή του και τον άφησε να ερημώνει».

(Φωτεινή Μπάρκα)

«…Πέρασαν 62 χρόνια από τότε και το 2005 το εκκλησάκι επανιδρύθηκε στην ίδια θέση που βρισκόταν πάντα, το ίδιο σεμνά παρόν. Τούτη δε η επαναφορά του ναϋδρίου στη ζωή θαρρείς πως συνομιλεί παιχνιδιάρικα με τη φήμη του προφήτη στον οποίο είναι αφιερωμένο, καθώς ο Ελισσαίος [που συγκαταλέγεται ανάμεσα στους σημαντικούς προφήτες του Ισραήλ, μαθητής και χρισμένος διάδοχος του Προφήτη Ηλία], αναφέρεται πως είχε τη Θεία Χάρη της νεκρανάστασης.

»Ο ναΐσκος του Προφήτη Ελισσαίου [στα νεότερα χρόνια πολλές φορές αναφερόμενος κι ως ναός του Αγίου Ελισσαίου] θεωρείται κτίσμα της τουρκοκρατίας, αν και δεν μπορεί να υπολογιστεί ποιας ακριβώς περιόδου [υπολογίζεται πως είναι του 17ου αιώνα]. Πρώτη φορά όμως μνημονεύεται στο σχέδιο των Αθηνών του 1832 των Schaubert και Κλεάνθη.

»Ο κτητορικός αυτός ναός είναι συνδεδεμένος με τις μορφές του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και του επίσης σκιαθίτη εξαδέλφου του, Αλέξανδρου Μωραϊτίδη, που πέρασαν εκεί τις κατανυκτικές ώρες της Αγρυπνίας ψάλλοντας. Δεξιός ψάλτης ο πρώτος, αριστερός ο δεύτερος. Είναι τόσο έντονη αυτή η διασύνδεση των δυο εξαδέλφων με το ναΐσκο, ώστε εκείνη την εποχή που πραγματοποιούνταν η κατεδάφισή του οι αντιδρώντες σε αυτήν επικαλούνταν συναισθηματικά στην τότε επιστολογραφία κι αρθρογραφία τους, πέραν των όσων ιστορικών επιχειρημάτων, και την μνήμη των δυο Αλεξάνδρων. Κι ήταν τέτοια η ακτινοβολία του Παπαδιαμάντη, ώστε εκκλησιάζονταν εκεί μόνο και μόνο για να τον ακούσουν σημαντικές μορφές των γραμμάτων της εποχής, όπως ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο Παύλος Νιρβάνας, ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ο Γεράσιμος Βώκος κ.α.

Στην οδό Άρεως, λοιπόν, με τον αριθμό 14, πίσω από μία μικρή πύλη…

(του Μάνου Ελευθερίου)

«…Ατ τ κκλησάκι το προφήτου λισσαίου εναι μι λόκληρος στορία. νας γιος, παπα-Νικόλας Πλανς τ λειτούργησε χρόνια κα χρόνια κα ψάλτες του σταθήκανε δυ κορυφαες πνευματικς μορφές: Δεξις λέξανδρος Παπαδιαμάντης, κι᾿ ριστερς λέξανδρος Μωραϊτίδης. Γύρω π᾿ ατ τ θαυμαστ τριανδρία μι πλειάδα νθρώπων πο χουνε γράψει ραία στορία κι᾿ χουνε ληθιν στολίσει τ Χρονικ τς ρθοδοξίας κατ τ τέλη το 19ου αἰῶνα κα τν μισν εκοστό, ντρες κα γυνακες, πο σταθήκανε ο νανεωτς κα τ φωτειν στηρίγματα το μοναχικο βίου στν γνα μας. στορικς σταθήκανε ο γρυπνίες στν γιο λισσαο, μ λειτουργ τν παπα-Νικόλα Πλαν κα ψάλτες τος δύο λέξανδρους, τν Φιλόθεο Ζερβάκο, τν σημεριν κα π τόσα χρόνια γούμενο τς θαυμαστς μονς τς Λογγοβάρδας τς Πάρου, τν παπα-Σταμάτη τς Βρύσης κα να πλθος λλο ελαβν νδρν κα γυναικν πο κοσμήσανε τ νεοελληνικ μοναχικ βίο. Στ χρόνια το Παπαδιαμάντη τοτο τ κκλησάκι το προφήτη λισσαίου γνώρισε δόξες λειτουργικές, ποκάλυψε λη τν μορφι τν ερν κολουθιν τς ρθοδοξίας περίτμητων, γνώρισε θαυμαστος ρθρους κα κατανυκτικος σπερινούς, ναρίθμητες παρακλήσεις, γρυπνίες μοναδικές, πο θ τς ζήλευε κι᾿ πι αστηρ μοναστικ παράδοσι, ξομολογήσεις κα μνημόσυνα πλν νθρώπων το Θεο. Στάθηκε ντευκτήριο ελαβν νθρώπων κα πειδ τυχε τέτοιες προσωπικότητες ν εναι μέτοχοι τν κολουθιν μ ργανικ κα πολύτιμη συμμετοχ κα συμβολ κίνησε τ νδιαφέρον κα τς περίεργης λιγοπιστίας, πο μολονότι δν τανε σ θέσι ν κτιμήσ τν οσία το τί συνέβαινε στν γιο λισσαο, τανε καν ν θαυμάσ τν ερ γραφικότητα, τν πλ κα οσιαστικ ποίησι τς κκλησίας, το λειτουργο της κα το κκλησιάσματος. Λόγιοι κα νθρωποι κοσμικοί, περιπλανώμενος πλοτος κα κοινωνικς ρριβισμς σημείωσαν τν φευγαλέα παρουσία της κα χαρίσανε τν βαθο παινό τους.

Ατ τ κκλησάκι εχε καταστ να μνημεο ληθινς κα νόθευτης ρθοδοξίας κα κόσμημα κα πετράδι μίμητο…»

(Από ρθρο το Κωστ Μπαστι, στν φημερίδα « Βραδυνή» – 16 ανουαρίου 1963).

Γρφει, και Γρων Φιλθεος Ζερβκος γι τς γρυπνες στν γιο λισσαο κα γι τν γιο Νικλαο τν παπα Πλαν:

«Κατ τ τος 1905 1907 πηρετν ες τς τξεις το στρατο, φοτων ες τν Βυζαντινν Μουσικν Σχολν «ωννης Δαμασκηνός… συμπατριτης μου ωννης λεξκης… μρν τινα λγει μοι: «Ν λθης ες τν μικρν ναν το Προφτου λισσαου, ες τν ποον γνονται κατανυκτικα γρυπναι κα ψλλουν βυζαντιν ο Παπαδιαμντης, Μωραϊτδης, Τσκλης κα λλοι. Θ φεληθς κα θ μθης πολλ ναγκαα, χρσιμα κα φλιμα δι τν ερν μνωδαν.» Μετβην ες μαν γρυπναν κα τσον πολ ηχαριστθην κα κατενγην, στε συχνκις καθ λην τν βδομδα εχον ες τν νοῦν μου, πότε θὰ ἔλθη ἡ εὐλογημένη ὥρα νὰ ὑπάγω εἰς τὴν ἀγρυπνίαν∙ καὶ ὅτε ἤρχετο ἡ ὥρα, ἔτρεχον μὲ χαράν, ὥσπερ τρέχει ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγάς, διὰ νὰ πίω ἐκ τοῦ ὕδατος τοῦ ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον καὶ ποτίσω, δροσίσω καὶ εὐφράνω τὴν διψῶσαν μου ψυχήν. Καὶ πράγματι ᾐσθανόμην δρόσον, εὐφροσύνην καὶ ἀγαλλίασιν πνευματικὴν καὶ μοὶ ἐφαινοντο εἰς τὸν λάρυγγά μου γλυκύτερα ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, οἱ ὕμνοι, αἱ δοξολογίαι, τὰ στιχηρά, τὰ ἰδιόμελα, οἱ κανόνες, τὰ κατανυκτικὰ τροπάρια, τὰ ὁποῖα ἔψαλλον οἱ ἀείμνηστοι καθηγηταὶ ἐξάδελφοι Ἀλέξανδροι Παπαδιαμάντης καὶ Μωραϊτίδης, ὄχι μὲ φωνὰς θυμελικὰς καὶ βοὰς ἀτάκτους καὶ ἀναρμόστους, ἀλλά, ὡς λέγει ὁ Δαβίδ, μὲ σύνεσιν, μὲ συναίσθησιν, μὲ φόβον καὶ τρόμον: «ψάλατε συνετῶς, ψάλατε τῷ Κυρίῳ ἐν φόβῳ καὶ τρόμῳ». Ὅταν ἔψαλλον οἱ δύο Ἀλέξανδροι Παπαδιαμάντης καὶ Μωραϊτίδης, ὁ εἷς δεξιὰ καὶ ὁ ἄλλος ἀριστερά, ἔψαλλον μὲ τόσην προσοχήν, ταπείνωσιν, κατάνυξιν καὶ συντριβὴν καρδίας, ποὺ ἐνόμιζες ὅτι προσηύχοντο, ὅτι ἵσταντο ἐνώπιον τοῦ ἀοράτως παρισταμένου καὶ πανταχοῦ παρόντος Παντοδυνάμου καὶ Παντοκράτορος Θεοῦ καὶ χωρὶς νὰ θέλῃ τις ἠλαύνετο ὁ νοῦς του ὥσπερ ὑπὸ μαγνήτου, ἐπρόσεχε, ᾐσθάνετο τὰ δρώμενα καὶ ἐνόμιζεν ὅτι εὑρίσκετο εἰς τὸν Οὐρανόν, ὡς ψάλλει ὁ ἱερὸς ὑμνωδός…

Εἰς τὰς ἀγρυπνίας ἐγνώρισα καὶ δύο ἱερεῖς τὸν παπα Ἀντώνιον, ἐφημέριον τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Πευκακίων, καὶ τὸν παπα ‐ Νικόλαον Πλανᾶ, ἐφημέριον τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Ἁγ. Ἰωάννου Κυνηγοῦ∙ καὶ οἱ δύο ἀκούραστοι, πρόθυμοι εἰς τὰς ἀγρυπνίας, καλόκαρδοι. Ἐξαιρέτως δὲ ὁ περὶ οὗ ὁ λόγος παπα‐ Νικόλας Πλανᾶς ἦτο ἁπλοῦς, ἄκακος, πρᾶος, ἀκέραιος, ἀπόνηρος, ἀόργητος, ἀμνησίκακος, πάντοτε ἱλαρός, χαροποιός, γελαστός. Εἰς τὸν παπα‐ Νικόλαον, ἐπειδὴ ἦτο ταπεινός, ἐπέβλεψεν ἐπ᾽ αὐτὸν ὁ Κύριος, ὡς λέγει ὁ σοφὸς παροιμιαστής: «ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω, λέγει Κύριος, εἰμὴ ἐπὶ τὸν πρᾶον καὶ ταπεινὸν τῇ καρδίᾳ καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους∙» καὶ πάλιν: « ἐν καρδίαις πραέων ἀναπαύσεται πνεῦμα Κυρίου»∙ καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰ. Χριστὸς ἐν Εὐαγγελίοις μακαρίζει αὐτούς: «Μακάριοι οἱ πραεῖς ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν»

Ποια είναι η συλλογιστική μου: Με αφορμή το κάλεσμα για τη δική μου τυρόπιτα, οι καλεσμένοι μου έμαθαν για την «ιστορία μιας τυρόπηττας» που οδήγησε τον Μωραϊτίδη και τον Παπαδιαμάντη να υπακούσουν στην πρόσκληση ενός Θεοφάνη και να πάνε να υπηρετήσουν το εκκλησάκι του Προφήτη Ελισσαίου.

Με αφορμή τα λόγια του Σταύρου πάλι, ναι, να πω ότι η προσευχή είναι ο πρωτεύων τρόπος αντίστασης ειδικά ΤΩΡΑ. Αλλά να συμπληρώσω ότι η προσευχή αυτή, οφείλεται να ασκείται στα πιο παραμελημένα εκκλησάκια και μοναστήρια της Ελλάδας. Καμμία εκκλησία και κανένα μοναστήρι δεν πρέπει να αφήνουμε αλειτούργητο. Για λόγους εθνικού εγωισμού και άμυνας, ναι! Πείτε το κι έτσι! Το να παραμείνει ανοικτό και όρθιο το εκκλησάκι της Αγίας Δύναμης στη Μητροπόλεως, το να συμβεί το ίδιο για το ναϊσκο του προφήτη Ελισσαίου και για την Αγία Κυριακή στην Αθηνάς, είναι ευθύνη όλων μας, ακόμα και των άθεων! Γιατί, ακόμα και οι δηλώνοντες πως δεν πιστεύουν σε Θεό, δεν σημαίνει πως δεν αγαπούν την πατρίδα τους και την κληρονομιά τους! Τι στο καλό! Είναι τόσο δύσκολο να καταλάβουμε όλοι εμείς οι μορφωμένοι ότι ακόμα κι αν δεν το πιστεύουμε σαν τόπο θρησκευτικό, για λόγους διαφύλαξης της πολιτιστικής μας ιδιοσυστασίας και μόνο, ήρθε η ώρα να προστατεύσουμε και να κρατήσουμε μέσα μας κι έξω μας ανοικτά για την κοινότητα των Ελλήνων τα μνημεία μας; Είναι τόσο δύσκολο να αντιληφθούμε γιατί, αν συμφωνούμε στο  ότι «η Ελλάδα χάνεται», και  ακόμα κι αν εμείς δεν πιστεύουμε σε καμιά θρησκεία, πως είναι ωστόσο κρίσιμης σημασίας να λέμε «Χριστός Ανέστη» και να βάφουμε αυγά στο πλαίσιο της τήρησης των ελληνικών ΕΘΙΜΩΝ έστω και δίκην αντίστασης στην εγκληματική και μίζερη  Βαβέλ που μας επιβάλλεται;

Από ηλίθιο και στείρο και αόριστο συναισθηματισμό και άκαρπο ρομαντισμό κάποιοι ανοίγουν τον Προφήτη Ελισσαίο όπως αύριο που θα τελεστεί αγρυπνία; Για να πούν μετά «α, πήγαμε εκεί όπου πήγαινε ο Παπαδιαμάντης… και μετά για καφέ στην Πλάκα, ωραία ήταν…είδα κι ένα δακτυλίδι σούπερ στην Πανδρόσου μετά..» Για αυτόν τον λόγο κάποιοι «κυνηγάμε» τα εκκλησάκια τα ‘παραμελημένα’;

Θυμάμαι, στην αγρυπνία του καλοκαιριού, με πόσο σεβασμό οι τουρίστες κοντοστεκόντουσαν στο εκκλησάκι γιατί τους τραβούσαν τα κεριά της μικρής αυλής… Και με πόση αναίδεια οι ..δικοί μας… τα δικά μου και τα δικά σου παιδιά,  που, ανακαλύπτοντας μέσα στη βοή και τα πολύχρωμα φώτα τη «φλόγα’ πίσω από μια αυλόπορτα ανάμεσα στα τουριστικά μαγαζιά, φώναζαν «ελα ρε μ.. να δεις, τι είναι δω μέσα…» και οι εννιά στους δέκα έβλεπαν, ειρωνεύονταν, κι έφευγαν … Ο ένας όμως, κοντοστεκόταν κι έκανε βιαστικά ένα σταυρό… Αυτός ο ένας, ανακάλυπτε πως ακόμα θυμόταν να κάνει το σταυρό του, και δεν το ανακάλυπτε από κάποια θρησκόληπτη γιαγιά που θα του κανε κήρυγμα να πάει να εκκλησιαστεί μια Κυριακή στην εκκλησία,αλλά σε μια του βόλτα για σουβλάκια στην Πλάκα και στο Μοναστηράκι, στα καλά καθούμενα, πίσω από μια αυλόπορτα, όπου υπήρχε ένας ναΐσκος που δεν είχε προσέξει ποτέ πιο πριν..

Και-συγγνώμη για τη βλασφημία αδέλφια- αλλά , δεν μ ενδιαφέρει αν ο μικρός αυτός ο ένας, έκανε το σταυρό του γιατί ανακάλυψε πως πιστεύει στον Τριαδικό Ορθόδοξο Θεό. Εν όψει της γενικής αντίστασης, με νοιάζει που μπροστά στη βοή , μπροστά στους «άλλους» που ειρωνεύονταν και μπροστά στους «ξένους» με την «άλλη κουλτούρα», αυτός , μόνος, ο ένας, τόλμησε να  ΕΚΦΕΡΕΙ ΑΠΟΨΗ κάνοντας το σταυρό του και να δείξει τη δική του κουλτούρα , τη ΔΙΚΗ ΤΟΥ πολιτιστική και θρησκευτική κληρονομιά μπροστά στους ΞΕΝΟΥΣ. Και αυτό, ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ σήμερα. Και ΑΥΤΟ , ο μικρός το κανε-όσο κι αν σε κάποιους από σας φαίνεται πως υπερβάλλω τώρα- γιατί βρήκε ΑΝΟΙΚΤΟ το εκκλησάκι του Προφήτη Ελισσαίου.

Να σας μαρτυρήσω κι αυτό.

Την περασμένη Κυριακή, έκανα κάτι που από καιρό μουχε καρφωθεί στο μυαλό να κάνω και ποτέ δεν κατάφερνα. Τελικά το κανα. Δεν υπήρχε ιστορία τυρόπιτας στη μέση για να με παροτρύνει. Με παρότρυναν μονάχα οι τύψεις μου. Περνώ συχνά από την οδό Αθηνάς, αλλά ποτέ δεν είχα λει τουργηθεί στη μονόκλιτη βασιλική της Αγίας Κυριακής. Μια φορά μόνο, είχα μπει διστακτικά μέσα, και μια αφρικανή νεοκόρισσα ή μαύρη τέλος πάντων, μου πε σε σπαστά Ελληνικά «ναι, έχει λειτουργία την Κυριακή κυρία».

Η «κυρία», έκανα πολύ καιρό να πάω να λειτουργηθώ. Την περασμένη όμως Κυριακή τα κατάφερα. Άφησα αγαπημένες εκκλησίες και φίλους, σκέφτηκα , ποιον άγιο άφησα παραμελημένο και .. φυσικά πήγα στην Αγία Κυριακή. Ήταν εννιά και μισή. Μπήκα. Ο ιερέας, ένας ευσεβέστατος και γλυκύτατος γέροντας, ο πατήρ Γεράσιμος, ό,τι τέλειωνε τον Απόστολο . Καρέκλες δεν υπήρχαν, πού να χωρέσουν; Ήμασταν δεν ήμασταν έξι άτομα μαζί με τον «επίτροπο» και τον ψάλτη.Οι αγιογραφίες καμμένες και κακοσυντηρημένες –οκ, τελευταία φορά που θα μπήκε συντηρητής μέσα θα ταν πριν γεννηθώ..-

Εκεί μέσα, δεν είναι ότι άκουσα ένα εκπληκτικό κήρυγμα μετά το ευαγγέλιο της Κρίσεως που διάβασε ο πατήρ Γεράσιμος. Δεν είναι ότι συνειδητοποίησα πόσους και τι αγίους γέροντες έχουμε ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΠΟΔΙΑ ΜΑΣ και μέσα στην Αθήνα. Δεν ήταν ότι γαλήνεψα και αγάλλιασα μαζί. Ήταν που , ό,τι μας είχε πει ο πατήρ Γεράσιμος για τους πειρασμούς και τα ποντίκια , βγήκαν αληθινά με την  ξαφνική …εισβολή!

Εξηγούμαι: Σκεφτόμουν η διεστραμμένη και η γρουσούζα , πόσο..επικίνδυνο μπορεί να είναι να ανοίγεις το εκκλησάκι στην οδό Αθηνάς όπου ουκ ολίγα κακοποιά στοιχεία κυκλοφορούν καθημερινά. Σκέψου να μπαιναν μέσα δύο καλόπαιδα και να ζητούσαν απ τα γεροντάκια του ναϊσκου λεφτά, αντίδωρα, ό,τι θα βρισκαν τέλος πάντων. Ποιος και πώς θα αντιστεκόταν; Και να!

Εισβάλλει μία την ώρα που ο γέροντας έφερε τα Άγια των Αγίων: «Βοήθεια, μ έκλεψαν, δώστε μου λεφτά να γυρίσω σπίτι μου, ζητώ το έλεός σας, δώστε μου» και ούρλιαζε ..επιτηδευμένα. Ο γέροντας ατάραχος, τα γεροντάκια αμήχανα και κατάπληκτα. Την έβγαλε –αφού της έδωσε κάτι και κατόπιν πίεσης- ο επίτροπος.

Αν , αντί για αυτήν, ήταν ενας νεαρός με μαχαίρι; Πείτε μου, σε τι είναι αυτό το σενάριο δύσκολο για να το φανταστεί κανείς;

Νωρίτερα, είχε μπει κι ένας  άλλος. Ακουσε με προσοχή το κήρυγμα μετά το Ευαγγέλιο. Ο παππούλης ισχυριζόταν πως την Κρίση τη φοβούνται οι Αγιοι, όχι εμείς που εγκληματούμε καθημερινά. Αρκεί να μετανοήσουμε ειλικρινά. Μνήσθητι μου Κύριε, όπως είπε ο ληστής στον σταυρό, έλεγε συνέχεια ο γέροντας. Και ξαφνικά, κει που όλοι ρουφούσαν τα λόγια του, πετιέται ο εισβολέας με παράξενη , δυνατή φωνη: « παπα, είσαι επιεικής. Μήπως είσαι επιεικής;» Κι ο παππούλης, απαντά: « Όχι τόσο παιδί μου, για να δεχθώ να με σταυρώσεις εσύ…, δεν είμαι..» Ο εισβολέας ουρλιάζοντας « παπα, δεν σταυρώνω κανέναν,αλλά να θυμάσαι, 144, 144 Αποκάλυψη» , βγήκε έξω..

Δαιμονισμένος; Ψυχοπαθής; Αρρωστημένος θρησκόληπτος; Μια φορά, κατά τη δική μου ταπεινή γνώμη, όχι λιγότερο επικίνδυνος…

Τσαντίστηκα πολύ. Με μένα. Σκέφτηκα, πού είναι οι δικοί μου άνθρωποι να γεμίσουμε αυτό τον χώρο και να προστατεύουμε έστω τις Κυριακές, την ιερότητα του; Πού είναι οι δικοί μου φίλοι και συγγενείς, ως νέοι και δυνατοί να γίνουν «φρουροί» στον κάθε ‘εισβολέα’ που ετσιθελικά και γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει κανείς άνθρωπος να τον σταματήσει και κανένας νόμος να τον τιμωρήσει, μπαίνει μέσα στην Αγία και στο σπίτι της κάθε Αγίας να πει και να κάνει ό,τι ο δαίμονας του του λέει με «θεατρικό κοινό» του και υποψήφια θύματα μια χούφτα γέροντες; Πώς είναι δυνατόν να φοβασαι να λειτουργηθείς στο  κέντρο της ίδιας σου της πόλης  και να αναγκάζεσαι ΕΚ ΤΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ να ανάγεις σε ήρωα τον Γέροντα που επιμένει , σε πείσμα των τόσων εγκληματιών και κακοποιών και ναρκομανων και κλεφτρονιών να ανοίγει το εκκλησάκι του και να ρισκάρει τη ζωή του –γιατί αυτό κάνει- μια φορά την εβδομάδα;;

Αν , σ όλα αυτά τα εκκλησάκια, σε όλα τα ξεχασμένα ξωκκλήσια του τόπου μας, σ΄όλα τα ‘φτωχα’ μοναστηράκια της επαρχίας, πηγαίναμε , όλες οι δήθεν’χριστιανικές συντροφιές’έστω μια φορα το μήνα, να δείξουμε ότι κρατάμε ζωντανές τις κοινότητες , πόσοι και πώς , ντόπιοι και ξένοι, πλούσιοι και φτωχοί, δεν θα ρχονταν κοντά μας με λιγότερο εχθρικά αισθήματα για να συναντήσουν, έστω και με «στραβό τρόπο» που λέει ο Γέροντας, το Χριστό; Κι αν πάλι έρχονταν να ‘επιτεθούν’ , πόσο πιο δύσκολο θα τους ήταν, αν , αντί για τα πέντε γεροντάκια, εύρισκαν πέντε παλλικάρια μπροστά τους να τους «εξηγούν» πως εδώ είναι ‘ιερός τόπος»; Και, εν πάση περιπτώσει, είναι ο «δικός μου τόπος».

Ο πατήρ Γεράσιμος βέβαια, είπε πως οι «εισβολείς» αυτοί, ψάχνουν με τον δικό τους τρόπο, το Χριστό, και πως θέλουν αγάπη. Είπε και για το ποντίκι που του έτρωγε πριν παρα πολλά χρόνια το πετραχήλι του σε ένα νεκροταφειακό ναό  σ ένα χωριό της Ηπείρου κι αυτός γκρίνιαζε του Θεού να τον βοηθήσει να βρει τον πόντικα.. Είπε πως, μια μέρα, ανέβηκε τη σκάλα να πιάσει στο παράθυρο της σκεπής (γκλαβανή νομίζω το πε) το ποντίκι και αντ αυτού, πιάνει ένα μικρό κιβώτιο. Εντός του βρήκε μια λειψανοθήκη με τα λείψανα τεσσάρων αγίων ( το ένα του Αγίου Θαλαλαίου) : «έκλαψα εκείνη την ημέρα παιδιά μου. Κατάλαβα πως, όσα ποντίκια κι αν κυνηγούν τα πετραχήλια, παντα ο Θεός κι οι Αγιοι θα ναι κι αυτοί από κοντά στο πετραχήλι το ποντικοφαγωμένο». Και κατέληξε: «Πολλοί άνθρωποι, μοιάζουν με ποντίκια. Έχουν κοινωνικότητα (ψαχνουν πετραχήλια σαν δεν βρίσκουν τυρί στις ανθρώπινες κοινότητες, μα δεν έχουν αγάπη. Σε αυτούς να δίνουμε εμείς, και να προσευχόμαστε να πουν κι αυτοί μια μέρα «μνησθητι μου Κύριε».

Η αντίσταση , ναι, ξεκινά με την προσευχή. Η αντίσταση, το ξέρουμε καλά και το καταλάβαμε με τον πιο πικρό τρόπο, δεν θα έρθει ποτέ αν δεν ξεκαθαρίσουμε μέσα μας την εσωτερική μας κρίση η οποία θα μας φερει σε απόγνωση την ώρα της Κρίσης , μια απόγνωση πολύ διαφορετική από αυτήν που βιώνουμε τώρα λόγω της εξωτερικής κρίσης.. Μιλώντας όμως για «εξωτερικα» η εσωτερική αντίσταση χρειάζεται ζωντανά κι αμόλευτα τα εξωτερικα της εργαλεία: Τα ελληνικά βιβλία, τα εκκλησάκια όπου δεν τολμάμε να πάμε μη μας μαχαιρώσει κανας μετανάστης και που κάποτε περιφρονούσαμε για μεγάλες εκκλησιές με «γνωστούς ψάλτες» και «επώνυμο»ποίμνιο, τα προσκηνητάρια στους δρόμους και τις λεωφόρους της Ελλάδας ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ στην Ευρώπη, ακόμα –ακόμα, τα μνημόσυνα, όχι μόνο ως θρησκευτική υποχρέωση των θρησκευόντων Ελλήνων, αλλά και ως θυμητάρι από τη μεριά των μη θρησκευόντων των δικών τους  προγόνων και άρα ως θυμητάρι των δεσμών και της συνεχειας της ερμης ,παντέρμης ρίζας αυτού του λαού…

Και τέλος, η εσωτερική αντίσταση, χρειάζεται οπωσδήποτε ιστορίες σαν αυτήν της «τυρόπηττας» του Μωραϊτίδη, γιατί οι ιστορίες …από τυρί ειναι σαν τσεκούρι ενάντια σε όλους τους  ξένους και «ντόπιους» που βάλθηκαν να μας διδάξουν  σε όλους τους τομείς της ζωής μας τη δήθεν ..σωτήρια …για την υγεία αξία του «μηδεν λιπαρά». ..

Σχόλια»

1. modest073 - 4 Μαρτίου, 2011

Ευχαριστούμε!
……………
Υπάρχει ένα ωραιότατο λεύκωμα του Σοφοκλή Δημητρακόπουλου «Εκκλησίες και Μοναστήρια της Αθήνας», εκδεδομένο το 2006 επί μακαριστού Χριστοδούλου από την Αλληλεγγύη. Μπορεί κανείς να το συμβουλεύεται.
ΥΓ Δυστυχώς πολλά από αυτά δεν λειτουργούνται.


Αφήστε απάντηση στον/στην modest073 Ακύρωση απάντησης