jump to navigation

Ψηφίζω Ντεμπρέ! 8 Απριλίου, 2008

Posted by mariandr in Θρησκεία, Παλαιά κείμενα του 2005, PAGOSMIOPOIISI.
trackback

«Το νόσημα μέσα στον πολιτισμό μας». Δεν γνωρίζω αν ο Ρεζί Ντεμπρέ , ο φιλόσοφος που τιτλοφόρησε έτσι πρόσφατο άρθρο του στη «Μοντ» για να δώσει τη δική του διάσταση στα αίτια της εξέγερσης των μεταναστών στη Γαλλία, προτίμησε σκόπιμα την πρόθεση «μέσα» αντί μιας απλής γενικής: «το νόσημα του πολιτισμού μας», θα μπορούσε να πει. Αυτή η λεπτομέρεια ήταν που μου κέντρισε την προσοχή ωστόσο, και, στη συνέχεια, διαβάζοντας το κείμενό του συμπέρανα ότι το έκανε σκόπιμα , δίκην έμφασης στην επιτακτική ανάγκη να δούμε όλοι αυτό που δηλητηριάζει το σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό μέσα στην καρδιά του: «…φτώχεια και κοινωνικές διακρίσεις υπήρχαν πάντα στη Γαλλία…Αυτό που συνέβη τώρα, που έκανε πολλούς να πάρουν κάποιους αλήτες για ήρωες και κάποιους μπιζνεσμεν για πολιτικούς, σχετίζεται με την ασθένεια μιας μυθολογικής αποξήρανσης που φωλιάζει στη σύγχρονη Ευρώπη…», επισημαίνει ο Ντεμπρέ, ξαφνιάζοντας τον αναγνώστη λίγο παρακάτω, όταν ορίζει σαφώς τη «μυθολογική αποξήρανση»: «…ζούμε την απουσία του θρησκευτικού συναισθήματος , της θρησκευτικής πίστης που , ως κοινωνικό εργαλείο, συνδράμει στη συνοχή και στην αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων, εμποδίζοντας τους από το να γίνουν αγέλη….».

Προς επίρρωση της θέσης του αυτής, ο Ντεμπρέ φθάνει στο σημείο να επικαλεστεί το Φρόϋντ, τον άνθρωπο που κατεξοχήν βάφτισε τη θρησκεία «μύθο» και τη θρησκευτική πίστη «εμμονή», «νεύρωση». Επισημαίνει λοιπόν ο φιλόσοφος, ότι ο Φρόϋντ, στα τέλη της ζωής του, αναγνώρισε τον κυρίαρχο ρόλο που παίζει η θρησκεία, ειδικά αυτόν που ευνοεί τον «κατευνασμό των παθών», ανατρέχει δε ο φιλόσοφος, σε ένα καλά «αποσωπούμενο από τους σημερινούς ψυχαναλυτές» βιβλίο του Φρόϋντ, εκδοθέν το 1929, με τίτλο «Το νόσημα μέσα στον πολιτισμό», όπου περιγράφεται πώς ο άνθρωπος που με επιμονή ζητά τη μεγαλύτερη χαρά στη ζωή του, μπορεί, λόγω ακριβώς της (ανθρώπινης)επιθυμίας του αυτής, να μετατραπεί , χωρίς να το αντιληφθεί έγκαιρα, σε ένα βάρβαρο μέσα σε μία βάρβαρη κοινωνία..

Το συμπέρασμα για τον Ντεμπρέ, είναι απλό: η απουσία της θρησκείας (ιδωμένης έστω ως μύθου, ωστόσο πάντα διαπλάθουσας αυτό που ο Παπανούτσος αποκαλούσε «ηθική συνείδηση»), η άρνηση του να αφήσουμε χώρο για μια «ιερή συμβολική εξουσία» στη ζωή μας, αποξηραίνει τον πολιτισμό αυξάνοντας την επιθετικότητα που παρατηρείται στον άνθρωπο της Ευρώπης. «Υπό την έννοια αυτή, το πρόβλημα της Γαλλίας είναι πρόβλημα όλης της Ευρώπης», παρατηρεί ο Ντιμπρέ, καταλήγοντας, πως, η λύση δεν είναι στρατιωτική ή πολιτική, αλλά η επαναφορά ιερών συμβόλων στη ζωή, χάριν της επίτευξης κοινωνικής αλληλεγγύης».

Η αναπόδραστη ανάγκη της «παλιννόστησης» του «ιερού» στη ζωή μας ως συνεκτικού κρίκου της βαθιά υλιστικής και άνευ ταυτότητας κοινωνίας μας που έχει παρεξηγήσει ακόμα και αυτήν την αγαπημένη της έννοια του ορθολογισμού, είναι ως αίτημα άκρως επίκαιρο, ειδικά όταν τίθεται από έναν άνθρωπο σαν τον Ντιμπρέ, τον κομμουνιστή που έφθασε ως την Κούβα για να βιώσει το σοσιαλιστικό του όνειρο και που ακολούθησε τον Τσε στη Βολιβία. Η νόσος της «απομυθοποίησης ιερών συμβόλων» ως περιττών για μία εύρυθμη κοινωνία, είναι πράγματι ευρωπαϊκό και όχι γαλλικό μόνο φαινόμενο. Τα συμπτώματα της νόσου αυτής, εμφανίστηκαν εδώ και καιρό και στην Ελλάδα, τη χώρα που θεωρητικά, εξακολουθεί , μαζί με την Πολωνία και την Ιταλία, «να κρατά την Πίστη». Έτσι, καθώς η παρατηρούμενη στην Ευρώπη μετά το 80 οικονομική ευμάρεια λειτούργησε προς όφελος της υλιστικής νοοτροπίας, αυτή η τελευταία διέλυσε το δεσμό «σώμα και ψυχή» , θέτοντας τη ψυχή και το πνεύμα στην άκρη, με το σκεπτικό ότι η ψυχή είναι θέμα άσχετο με την οικονομική και κοινωνική πρόοδο,αφού είναι κάτι το αφηρημένο και συνεπώς μη μετρούμενο με τα ορθολογικά, μεθοδολογικά εργαλεία. Συνακόλουθα, και στη χώρα μας, η θρησκεία, η κατεξοχήν πρωτεύουσα για τη δόμηση «ηθικής συνείδησης» άρα και κοινωνικής συνοχής , ειδωμένη ως «μύθος», υποτιμήθηκε ή υποτιμάται συνεχώς.

Μια καλή αφορμή για την απομάκρυνση πολλών Νεοελλήνων από το σεβασμό και την αναγωγή στο «ιερό» και στον «μύθο» αυτόν, είναι τα εκκλησιαστικά σκάνδαλα.

Ειδικά τον τελευταίο χρόνο, στην Ελλάδα τα υπαρκτά και ανύπαρκτα εκκλησιαστικά σκάνδαλα, έδωσαν και πήραν. Σεξουαλικά όργια ιερωμένων, οικονομικές ατασθαλίες επισκόπων, ύποπτες έως και «εθνικά επιζήμιες» κινήσεις από /στο Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, φήμες για δήθεν όργια μοναχών σε ορθόδοξο μοναστήρι στη Αίγυπτο προσφάτως, όλα αυτά ηχούν άσχημα στα αυτιά του ήδη αποστασιοποιημένου από αυτό που καλείται «θρησκευτική ταυτότητα» του σύγχρονου Έλληνα, ο οποίος, απωθεί μέσα του την όποια ταύτιση της Αγάπης και το Καλού με τη θρησκεία του, ακούγοντας για συνεχή σκάνδαλα, αγανακτώντας μάλιστα δικαίως, για το ότι οι πρωταγωνιστές των σκανδάλων αυτών, αποκαλούνται «Άγιοι». Αν η κοινωνία λοιπόν είναι διάχυτη από βία και επιθετικότητα, συγκρούσεις και διενέξεις μεταξύ των μελών της, η Εκκλησία δεν δικαιούται να παρέμβει με τη θεολογία της, γιατί έχει διά των πράξεών της, απομυθοποιηθεί όσο ποτέ άλλοτε, υποστηρίζουν πολλοί.

Γιατί τόση υποκρισία και υπεραπλούστευση όμως; Όλοι ξέρουμε ότι Άγιος είναι καθένας από μας, κατά το μέτρο της πίστης του, κάθε Χριστιανός προσκαλείται λοιπόν διά των έργων του να γίνει Άγιος, και δεν προσκαλούνται από τον Χριστό μόνο οι επίσκοποι. Σαφώς και παρατηρείται έντονη εκκοσμίκευση στο θρησκευτικό θεσμό καθώς και μια παρατηρούμενη άνθηση της εκκλησιαστικής διπλωματίας που εξοβελίζει την ιεραποστολή και τον ησυχασμό της ορθόδοξης παράδοσης. Αλλά δεν συμβαίνουν όλα αυτά και στον Ρωμαιοκαθολικισμό και στον Προτεσταντισμό; Γιατί δεν προβάλλουμε την περίπτωση, όχι των Ολλανδών παιδεραστών ιερέων, αλλά του Μέριλαντ, όπου πριν δύο χρόνια λειτούργησε έως και ψυχιατρική μονάδα, για να εισαχθούν 450 ιερωμένοι που έπασχαν από «σεξουαλικές διαταραχές» και κατόπιν επέστρεψαν στα καθήκοντά τους; Πώς εισάγουμε ορθολογικά κριτήρια για να κρίνουμε το θρησκευτικό «μύθο» αφού είναι παραμύθι, άρα εξω-λογικόν τι; Εάν, για λόγους κάθαρσης, προβάλλουμε συνεχώς σκάνδαλα, γιατί δεν προβάλλουμε και τα καλώς κείμενα του «θρησκευτικού μας μύθου»; Δεν ξέρω τι ατασθαλίες έγιναν στο πατριαρχείο Ιεροσολύμων, δεν ήμουν εκεί και δεν μ΄ενδιαφέρει. Με ενδιαφέρει να μπορώ να προσκυνώ ανενόχλητη στον Πανάγιο Τάφο και να γνωρίζω ότι οι ορθόδοξοι μοναχοί δεν θα προστεθούν στην τάξη των νεομαρτύρων, κινδυνεύοντας από αναμμένα στουπιά φανατισμένων ισλαμιστών Παλαιστινίων, όπως ότι δεν κινδυνεύουν από φανατισμένους ακροδεξιούς ραββίνους που τους σηκώνεται η τρίχα όταν βλέπουν χριστιανικό ράσο, με τον ίδιο τρόπο που σηκώνεται η τρίχα σε πολλούς δυτικούς όταν βλέπουν Ταλιμπάν.

Ακούγεται υπεραπλουστευτικό, αλλά σέβομαι το ίδιο τον Ειρηναίο και τον Θεόφιλο. Ο πρώτος κατηγορήθηκε και ο δεύτερος δεν έχει δοκιμαστεί ακόμα. Γιατί όμως να μη συντηρούνται και οι δύο ως ιεροί και απαραίτητοι «μύθοι», αφού τόλμησαν να κάνουν κάτι πολύ γενναίο, που εγώ και πολλοί άλλοι, δεν μπορούμε: να «φτύσουν» τις κοσμικές χαρές, προσπαθώντας από νεαρή ηλικία , επιλέγοντας το ράσο, να τιθασεύσουν το Εγώ και να πολεμήσουν τα πάθη τους. Στο κάτω-κάτω, τη βαθμολογία για την επίδοσή τους στον πόλεμο των παθών τους, όποιος άκριτα κι αν τη δώσει, θα πρέπει να θυμάται ότι , όταν το δικό του παιδί παραστρατεί, δεν το κάνει βούκινο. Σαφώς και η ορθόδοξη εκκλησία πρέπει να πάρει άμεσα και τελεσφόρα μέτρα κατά «κάθε είδους ανεπαρκών ιερωμένων». Εμείς, όμως, σε κάποιες περιπτώσεις, στο όνομα της –αναντίρρητα απαραίτητης κάθαρσης, από τις «αποκαλύψεις» πήραμε –μόνοι μας και χωρίς τους «ξένους παράγοντες» το βούκινο στα χέρια μας. Και τελικά, γιατί επιλέγουμε μονίμως τα εκκλησιαστικά σκάνδαλα (και τα δικαστικά , σύμφωνοι) αντί να προβάλλουμε κάθε είδους σκάνδαλο, απομυθοποιώντας καθετί αληθινά σκάρτο: δεν είναι σκάνδαλο, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της ελληνοτουρκικής φιλίας, να μην μπορεί ο κύριος Γ…, κάτοικος Πριγκηπονήσων, να ταξιδέψει ως την Αθήνα να δει την παιδική του φίλη –πρόσφυγα στην Ελλάδα, γιατί αν το κάνει, «όταν επιστρέψει, οι Τούρκοι θα έχουν επιτάξει το σπίτι του, αφού ισχύει άτυπος σχετικός τουρκικός νόμος από το 1965»; (το συγκλονιστικό θέμα πρόσφατης τηλεοπτικής εκπομπής). Δεν είναι σκάνδαλο, αν όχι αυτοκαταστροφή, όταν το παιδί μας πηγαίνει για ύπνο, έχοντας καταγράψει στο μυαλό του μόνο σκάνδαλα και συγκρούσεις από τηλεοράσεως, χωρίς έστω μία εικόνα με αισιόδοξο μήνυμα;

Υπήρχε κάποτε ένας ρασοφόρος, ο παπα –Λευτέρης Νουφράκης, που τόλμησε το 1919, να λειτουργήσει στην Αγια –Σοφιά μετά από 446 χρόνια. Όσο κι αν κάποιοι επιμένουν, αυτό δεν είναι μύθος, αλλά Ιστορία. Σημασία όμως δεν έχει αυτό, δεν έχει καν, αν συγκινεί αυτό το γεγονός από θρησκευτικής και εθνικής πλευράς. Στην εποχή των συγκρούσεων και της βίας, η συντήρηση αυτού του «μύθου» έχει σημασία για την αυθεντική εννοιοδότηση και «διδασκαλία» της «φωνής των πολιτών» και της «γνήσιας μαγκιάς» ώστε να μην ελλοχεύει ο κίνδυνος της «τζάμπα μαγκιάς», αλλά και της ηττοπάθειας μέσα στις κοινωνίες.

«Ψηφίζω» Ντεμπρέ λοιπόν. Όχι απλώς γιατί ο θρησκευτικός μύθος είναι απαραίτητος στο επίκεντρο του πολιτισμού μας για να διατηρηθεί ο ευάλωτος κοινωνικός ιστός, αλλά γιατί χρειάζονται άμεση συντήρηση και αποκατάσταση όλοι οι μύθοι στη ζωή μας. Αυτοί κάνουν την «ωραία ζωή». Γιατί; Επειδή, αν ένας μύθος είναι η συμβολική προσπάθεια εξήγησης των ανεξέλεγκτων δυνάμεων που κυβερνούν τον κόσμο μας και επιδέχεται άπειρων ερμηνειών, άλλο τόσο άπειρες είναι και οι δυνατότητες δημιουργίας και αναδημιουργίας από μέρους μας στον κόσμο, οι οποίες προβάλλουν μέσα ακριβώς από την προσεκτική ανάγνωση (και όχι επιλεκτικό ξεφύλλισμα) των πάσης φύσεως μύθων. Και σε τελευταία ανάλυση, τα σκάνδαλα των μυθοποιών δεν αρκούν για να «ρίξουν» τους μύθους, αφού , ως «ιεροί», έχουν την αέναη ιδιότητα του να μην μπορούν να απωθούνται από το ατομικό και συλλογικό ασυνείδητο. Ό, τι ιερό δεν απωθείται. Εκτός αν καταπιέζεται…

*** Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην  «Απογευματινή» , ένα Σαββατο Δεκεμβρίου, του  2005.